Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
περιμέλας
περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
περιμένω
περίμεσος
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμετωπίδιος
περιμηκάομαι
περιμήκετος
περιμήρια
περιμηρύομαι
περίμητρος
View word page
περίμεσος
περίμεσος, ον,
A). in the middle : τὸ π. the middle part, AB 354 .


ShortDef

in the middle

Debugging

Headword:
περίμεσος
Headword (normalized):
περίμεσος
Headword (normalized/stripped):
περιμεσος
IDX:
81688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81689
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίμεσος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in the middle</span> : <span class="foreign greek">τὸ π</span>. <span class="tr" style="font-weight: bold;">the middle part,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AB</span> 354 </span>.</div> </div><br><br>'}