Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιμάδαρος
περιμάθησις
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάκης
περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
περιμέλας
περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
περιμένω
View word page
περιμάρναμαι
περιμάρνᾰμαι, poet. for περιμάχομαι, Epigr. ap. Paus. 5.19.4 .


ShortDef

fight for

Debugging

Headword:
περιμάρναμαι
Headword (normalized):
περιμάρναμαι
Headword (normalized/stripped):
περιμαρναμαι
IDX:
81677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81678
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιμάρνᾰμαι</span>, poet. for <span class="foreign greek">περιμάχομαι</span>, Epigr. ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0525.tlg001.perseus-grc1:5:19:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0525.tlg001.perseus-grc1:5:19:4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paus.</span> 5.19.4 </a>.</div><br><br>'}