Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιλωπίζω
περιμάδαρος
περιμάθησις
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάκης
περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
περιμέλας
περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
View word page
περιμάρμαρος
περιμάρμᾰρος, ον,
A). sparkling, π. ἄνθεσιν ἄχνας φλοῖσβος Hymn.Is. 165 .


ShortDef

sparkling

Debugging

Headword:
περιμάρμαρος
Headword (normalized):
περιμάρμαρος
Headword (normalized/stripped):
περιμαρμαρος
IDX:
81676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81677
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιμάρμᾰρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sparkling</span>, <span class="quote greek">π. ἄνθεσιν ἄχνας φλοῖσβος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hymn.Is.</span> 165 </span> .</div> </div><br><br>'}