Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίλυσις
περιλύω
περιλωπίζω
περιμάδαρος
περιμάθησις
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάκης
περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
περιμέλας
περιμεμφής
View word page
περιμανώς
περιμανώς, name of a
A). song, Eub. 46 .


ShortDef

song

Debugging

Headword:
περιμανώς
Headword (normalized):
περιμανώς
Headword (normalized/stripped):
περιμανως
IDX:
81674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81675
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιμανώς</span>, name of a <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">song</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0458.tlg001:46" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0458.tlg001:46/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eub.</span> 46 </a>.</div> </div><br><br>'}