Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιλυπία
περίλυπος
περίλυσις
περιλύω
περιλωπίζω
περιμάδαρος
περιμάθησις
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάκης
περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
View word page
περιμάκτρια
περιμάκτρια
,
ἡ
,(
περιμάσσω
)
A).
one that purifies by magic
,
γραῦς π
. a
witch
,
Plu.
2.166a
.
ShortDef
one that purifies by magic
Debugging
Headword:
περιμάκτρια
Headword (normalized):
περιμάκτρια
Headword (normalized/stripped):
περιμακτρια
IDX:
81672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81673
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιμάκτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,(<span class="etym greek">περιμάσσω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one that purifies by magic</span>, <span class="foreign greek">γραῦς π</span>. a <span class="tr" style="font-weight: bold;">witch</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.166a </span>.</div> </div><br><br>'}