Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιλυγίζω
περιλυπία
περίλυπος
περίλυσις
περιλύω
περιλωπίζω
περιμάδαρος
περιμάθησις
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάκης
περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
View word page
περιμάκης
περιμάκης
, Dor. for
περιμήκης
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιμάκης
Headword (normalized):
περιμάκης
Headword (normalized/stripped):
περιμακης
IDX:
81671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81672
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιμάκης</span>, Dor. for <span class="foreign greek">περιμήκης</span>.</div><br><br>'}