Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιλιμνάζω
περιλιμπάνω
περιλίπαρος
περιλιπής
περιλιχμάζω
περιλιχμάομαι
περιλίχμησις
περιλιχνεύω
περιλογισμός
περίλοιπος
περιλοπίζω
περιλούω
περιλυγίζω
περιλυπία
περίλυπος
περίλυσις
περιλύω
περιλωπίζω
περιμάδαρος
περιμάθησις
περιμαιμάω
View word page
περιλοπίζω
περιλοπίζω,=περιλεπίζω, Thphr. HP 3.15.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιλοπίζω
Headword (normalized):
περιλοπίζω
Headword (normalized/stripped):
περιλοπιζω
IDX:
81659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81660
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιλοπίζω</span>,=<span class="foreign greek">περιλεπίζω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:3:15:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:3:15:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">HP</span> 3.15.2 </a>.</div><br><br>'}