Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιλῆσαι
περίληψις
περιλιμνάζω
περιλιμπάνω
περιλίπαρος
περιλιπής
περιλιχμάζω
περιλιχμάομαι
περιλίχμησις
περιλιχνεύω
περιλογισμός
περίλοιπος
περιλοπίζω
περιλούω
περιλυγίζω
περιλυπία
περίλυπος
περίλυσις
περιλύω
περιλωπίζω
περιμάδαρος
View word page
περιλογισμός
περιλογισμός,
A). v.l. for ἐπιλογισμός in D.H. Amm. 2.3 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιλογισμός
Headword (normalized):
περιλογισμός
Headword (normalized/stripped):
περιλογισμος
IDX:
81657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81658
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιλογισμός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">ἐπιλογισμός</span> in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Amm.</span> 2.3 </span>.</div> </div><br><br>'}