Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περίλεξις
περιλεπίζω
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιλευκαίνω
περιλεύκιος
περίλευκος
περίλημμα
περιληπτικός
περιληπτός
περιλῆσαι
περίληψις
περιλιμνάζω
περιλιμπάνω
περιλίπαρος
περιλιπής
περιλιχμάζω
περιλιχμάομαι
περιλίχμησις
περιλιχνεύω
περιλογισμός
View word page
περιλῆσαι
περιλῆσαι
(-
ιειλῆσαι
cod.)
· περι<ς>τρέψαι
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιλῆσαι
Headword (normalized):
περιλῆσαι
Headword (normalized/stripped):
περιλησαι
IDX:
81647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81648
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιλῆσαι</span> (-<span class="foreign greek">ιειλῆσαι</span> cod.)<span class="foreign greek">· περι<ς>τρέψαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}