Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιλεγνής
περιλέγω
περίλειμμα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλεπίζω
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιλευκαίνω
περιλεύκιος
περίλευκος
περίλημμα
περιληπτικός
περιληπτός
περιλῆσαι
περίληψις
περιλιμνάζω
περιλιμπάνω
περιλίπαρος
περιλιπής
View word page
περιλεύκιος
περιλεύκ-ιος
(sc.
λίθος
),
ὁ
, name of a stone,
Herm.
Trism. in
Rev.Phil.
32.274
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιλεύκιος
Headword (normalized):
περιλεύκιος
Headword (normalized/stripped):
περιλευκιος
IDX:
81642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81643
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιλεύκ-ιος</span> (sc. <span class="foreign greek">λίθος</span>), <span class="gen greek">ὁ</span>, name of a stone, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Herm.</span> </span> Trism. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rev.Phil.</span> 32.274 </span>.</div><br><br>'}