Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιλαλέω
περιλάλημα
περιλάλησις
περιλάλητος
περίλαλος
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περίλαμψις
περιλάπτω
περιλεγνής
περιλέγω
περίλειμμα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλεπίζω
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιλευκαίνω
περιλεύκιος
View word page
περιλεγνής
περιλεγνής, ές,(λέγνη)
A). with a variegated border, Hsch.


ShortDef

with a variegated border

Debugging

Headword:
περιλεγνής
Headword (normalized):
περιλεγνής
Headword (normalized/stripped):
περιλεγνης
IDX:
81632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81633
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιλεγνής</span>, <span class="itype greek">ές</span>,(<span class="etym greek">λέγνη</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with a variegated border</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}