Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικωδωνίσαι
περικωκύω
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαβεύς
περιλακίζω
περιλαλέω
περιλάλημα
περιλάλησις
περιλάλητος
περίλαλος
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περίλαμψις
περιλάπτω
περιλεγνής
περιλέγω
περίλειμμα
περιλείπομαι
περιλείχω
View word page
περίλαλος
περίλᾰλ-ος, ον,
A). very talkative, Suid.s.v.κομψόν.


ShortDef

very talkative

Debugging

Headword:
περίλαλος
Headword (normalized):
περίλαλος
Headword (normalized/stripped):
περιλαλος
IDX:
81626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81627
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίλᾰλ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">very talkative</span>, Suid.s.v.<span class="foreign greek">κομψόν</span>.</div> </div><br><br>'}