Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικυφόομαι
περίκυφος
περικωδωνίσαι
περικωκύω
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαβεύς
περιλακίζω
περιλαλέω
περιλάλημα
περιλάλησις
περιλάλητος
περίλαλος
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περίλαμψις
περιλάπτω
περιλεγνής
περιλέγω
περίλειμμα
View word page
περιλάλησις
περιλᾰ/λ-ησις, εως, ,
A). gossip, Gal. 8.943 , 17(1).547 .


ShortDef

gossip

Debugging

Headword:
περιλάλησις
Headword (normalized):
περιλάλησις
Headword (normalized/stripped):
περιλαλησις
IDX:
81624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81625
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιλᾰ/λ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gossip</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.943 </span>,<span class="bibl"> 17(1).547 </span>.</div> </div><br><br>'}