Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικυτόω
περικυφόομαι
περίκυφος
περικωδωνίσαι
περικωκύω
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαβεύς
περιλακίζω
περιλαλέω
περιλάλημα
περιλάλησις
περιλάλητος
περίλαλος
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περίλαμψις
περιλάπτω
περιλεγνής
περιλέγω
View word page
περιλάλημα
περιλᾰ/λ-ημα, ατος, τό,
A). prating, gossip, glosson στωμύλματα, Hsch., EM 729.32 (pl.).


ShortDef

prating, gossip

Debugging

Headword:
περιλάλημα
Headword (normalized):
περιλάλημα
Headword (normalized/stripped):
περιλαλημα
IDX:
81623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81624
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιλᾰ/λ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prating, gossip</span>, glosson <span class="foreign greek">στωμύλματα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 729.32 </span>(pl.).</div> </div><br><br>'}