Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικύμων
περικυρτόομαι
περίκυρτος
περικυτόω
περικυφόομαι
περίκυφος
περικωδωνίσαι
περικωκύω
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαβεύς
περιλακίζω
περιλαλέω
περιλάλημα
περιλάλησις
περιλάλητος
περίλαλος
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περίλαμψις
View word page
περιλαβεύς
περιλᾰβεύς, έως, , a surgical instrument, Hermes 38.283 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιλαβεύς
Headword (normalized):
περιλαβεύς
Headword (normalized/stripped):
περιλαβευς
IDX:
81620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81621
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιλᾰβεύς</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a surgical instrument, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hermes</span> 38.283 </span>.</div><br><br>'}