Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περικύκλιον
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέω
περικύλισις
περικυμαίνω
περικύμων
περικυρτόομαι
περίκυρτος
περικυτόω
περικυφόομαι
περίκυφος
περικωδωνίσαι
περικωκύω
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαβεύς
περιλακίζω
περιλαλέω
περιλάλημα
περιλάλησις
View word page
περικυφόομαι
περικῡφ-όομαι
, Pass.,
A).
to be bent all round
,
Apollon.
Lex.
s.v.
κύπελλον
.
ShortDef
to be bent all round
Debugging
Headword:
περικυφόομαι
Headword (normalized):
περικυφόομαι
Headword (normalized/stripped):
περικυφοομαι
IDX:
81614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81615
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικῡφ-όομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be bent all round</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">κύπελλον</span> .</div> </div><br><br>'}