περικυλινδέω
περικῠλ-ινδέω, later περικῠλ-κυλίω [ῑ], fut.-
A). κυλίσω : aor. 1 - 115.21 εκύλῑσα :—roll round, [ὀνίδα] περικυλίσας τοῖν ποδοῖν Pax 7 ; περικυλίοντες εἰς τὴν γῆν τὰ σώματα , cf. 9.21 :— Pass., of an infant, 18.34 ; of the shoulder in reducing dislocation, 1.85 : abs., 18(1).327 roll about, Lg. 893e : metaph., to be involved in, βιαίοις πράγμασι , cf. 42.9 Cat.Cod.Astr. 2.206 ; εἰς ἕτερα πάθη . 19.572