Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικτάομαι
περίκτησις
περικτητικός
περίκτητος
περικτίονες
περικτίται
περικτυπέω
περικυβιστάω
περικυδής
περικυκλάς
περικυκλεύω
περικυκλέω
περικύκλησις
περικύκλιον
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέω
περικύλισις
περικυμαίνω
περικύμων
περικυρτόομαι
View word page
περικυκλεύω
περικυκλ-εύω,
A). encircle, encompass, Sch. Ar. Ra. 195 .


ShortDef

encircle, encompass

Debugging

Headword:
περικυκλεύω
Headword (normalized):
περικυκλεύω
Headword (normalized/stripped):
περικυκλευω
IDX:
81601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81602
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικυκλ-εύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">encircle, encompass</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg009.perseus-grc1:195" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg009.perseus-grc1:195/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ra.</span> 195 </a>.</div> </div><br><br>'}