Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικροτέω
περίκροτος
περικρούω
περικρύπτω
περικρώζω
περικτάομαι
περίκτησις
περικτητικός
περίκτητος
περικτίονες
περικτίται
περικτυπέω
περικυβιστάω
περικυδής
περικυκλάς
περικυκλεύω
περικυκλέω
περικύκλησις
περικύκλιον
περικυκλόω
περικύκλωσις
View word page
περικτίται
περικτίται [τῐ], ῶν, οἱ,=foreg., Od. 11.288 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περικτίται
Headword (normalized):
περικτίται
Headword (normalized/stripped):
περικτιται
IDX:
81596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81597
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικτίται</span> <span class="pron greek">[τῐ]</span>, <span class="itype greek">ῶν</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>,=foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:11:288" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:11.288/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 11.288 </a>.</div><br><br>'}