Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικρεμνάω
περίκρημνος
περικροτέω
περίκροτος
περικρούω
περικρύπτω
περικρώζω
περικτάομαι
περίκτησις
περικτητικός
περίκτητος
περικτίονες
περικτίται
περικτυπέω
περικυβιστάω
περικυδής
περικυκλάς
περικυκλεύω
περικυκλέω
περικύκλησις
περικύκλιον
View word page
περίκτητος
περί-κτητος, ον,
A). acquisitive, rich, Heph.Astr. 1.1 .


ShortDef

acquisitive, rich

Debugging

Headword:
περίκτητος
Headword (normalized):
περίκτητος
Headword (normalized/stripped):
περικτητος
IDX:
81594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81595
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περί-κτητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">acquisitive, rich</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2043.tlg001:1:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2043.tlg001:1.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Heph.Astr.</span> 1.1 </a>.</div> </div><br><br>'}