Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικονιάω
περικοπή
περικοπίς
περικοπτέον
περικοπτικός
περικόπτω
περικορδακίζω
περικόρημα
περικοσμέω
περικόσμιος
περίκοσμος
περίκουρος
περικόχλιον
περικράζω
περικράνιος
περίκρανον
περικρατέω
περικρατής
περικράτησις
περικρεμάννυμι
περικρεμής
View word page
περίκοσμος
περίκοσμ-ος, ον, = foreg., Dam. Pr. 98 (s.v.l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περίκοσμος
Headword (normalized):
περίκοσμος
Headword (normalized/stripped):
περικοσμος
IDX:
81573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81574
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίκοσμ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg003:98" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg003:98/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dam.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 98 </a> (s.v.l.).</div><br><br>'}