Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίκομμα
περικομμάτιον
περίκομος
περικομπέω
περίκομψος
περικονδυλοπωροφίλα
περικονιάω
περικοπή
περικοπίς
περικοπτέον
περικοπτικός
περικόπτω
περικορδακίζω
περικόρημα
περικοσμέω
περικόσμιος
περίκοσμος
περίκουρος
περικόχλιον
περικράζω
περικράνιος
View word page
περικοπτικός
περι-κοπτικός, f.l. for παρα-, Gal. 10.930 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περικοπτικός
Headword (normalized):
περικοπτικός
Headword (normalized/stripped):
περικοπτικος
IDX:
81567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81568
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-κοπτικός</span>, f.l. for <span class="itype greek">παρα</span>-, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 10.930 </span>.</div><br><br>'}