Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικολπίζω
περικομιδή
περίκομμα
περικομμάτιον
περίκομος
περικομπέω
περίκομψος
περικονδυλοπωροφίλα
περικονιάω
περικοπή
περικοπίς
περικοπτέον
περικοπτικός
περικόπτω
περικορδακίζω
περικόρημα
περικοσμέω
περικόσμιος
περίκοσμος
περίκουρος
περικόχλιον
View word page
περικοπίς
περι-κοπίς, ίδος, ,
A). lectio, Gloss. (dub.,-capis cod.).


ShortDef

lectio

Debugging

Headword:
περικοπίς
Headword (normalized):
περικοπίς
Headword (normalized/stripped):
περικοπις
IDX:
81565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81566
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-κοπίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lectio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> (dub.,-<span class="tr" style="font-weight: bold;">capis</span> cod.).</div> </div><br><br>'}