Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικολάπτω
περικολλάω
περικολούω
περικολπίζω
περικομιδή
περίκομμα
περικομμάτιον
περίκομος
περικομπέω
περίκομψος
περικονδυλοπωροφίλα
περικονιάω
περικοπή
περικοπίς
περικοπτέον
περικοπτικός
περικόπτω
περικορδακίζω
περικόρημα
περικοσμέω
περικόσμιος
View word page
περικονδυλοπωροφίλα
περι-κονδῠλο-πωρο-φίλα [φῐ],,
A). loving chalk-stones on the knuckles, epith. of the gout, Luc. Trag. 202 .


ShortDef

loving chalk-stones on the knuckles

Debugging

Headword:
περικονδυλοπωροφίλα
Headword (normalized):
περικονδυλοπωροφίλα
Headword (normalized/stripped):
περικονδυλοπωροφιλα
IDX:
81562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81563
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-κονδῠλο-πωρο-φίλα</span> [<span class="foreign greek">φῐ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">loving chalk-stones on the knuckles</span>, epith. of the gout, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Trag.</span> 202 </span>.</div> </div><br><br>'}