Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικλυσμός
περίκλυστος
περικλυτός
περικλώζομαι
περικνήμια
περικνίδιον
περικνίζω
περικνύω
περικοιμάομαι
περικοκκάζω
περικολάπτω
περικολλάω
περικολούω
περικολπίζω
περικομιδή
περίκομμα
περικομμάτιον
περίκομος
περικομπέω
περίκομψος
περικονδυλοπωροφίλα
View word page
περικολάπτω
περικολάπτω,
A). trim all round, v.l. for περικόπτω in Hippiatr. 8 .


ShortDef

trim all round

Debugging

Headword:
περικολάπτω
Headword (normalized):
περικολάπτω
Headword (normalized/stripped):
περικολαπτω
IDX:
81552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81553
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικολάπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">trim all round</span>, v.l. for <span class="ref greek">περικόπτω</span> in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 8 </span>.</div> </div><br><br>'}