Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικλύμενον
περίκλυσις
περίκλυσμα
περικλυσμός
περίκλυστος
περικλυτός
περικλώζομαι
περικνήμια
περικνίδιον
περικνίζω
περικνύω
περικοιμάομαι
περικοκκάζω
περικολάπτω
περικολλάω
περικολούω
περικολπίζω
περικομιδή
περίκομμα
περικομμάτιον
περίκομος
View word page
περικνύω
περικνύω [ῡ],
A). scratch or rub all round, Phot.


ShortDef

scratch or rub all round

Debugging

Headword:
περικνύω
Headword (normalized):
περικνύω
Headword (normalized/stripped):
περικνυω
IDX:
81549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81550
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικνύω</span> <span class="pron greek">[ῡ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scratch or rub all round</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}