Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικλίνω
περίκλισις
περικλιτέον
περίκλιτρον
περικλονέω
περικλύδην
περικλύζω
περικλύμενον
περίκλυσις
περίκλυσμα
περικλυσμός
περίκλυστος
περικλυτός
περικλώζομαι
περικνήμια
περικνίδιον
περικνίζω
περικνύω
περικοιμάομαι
περικοκκάζω
περικολάπτω
View word page
περικλυσμός
περι-κλυσμός, ,
A). ablution, Gloss. (pl.).


ShortDef

ablution

Debugging

Headword:
περικλυσμός
Headword (normalized):
περικλυσμός
Headword (normalized/stripped):
περικλυσμος
IDX:
81542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81543
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-κλυσμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ablution,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}