Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίκλινον
περικλίνω
περίκλισις
περικλιτέον
περίκλιτρον
περικλονέω
περικλύδην
περικλύζω
περικλύμενον
περίκλυσις
περίκλυσμα
περικλυσμός
περίκλυστος
περικλυτός
περικλώζομαι
περικνήμια
περικνίδιον
περικνίζω
περικνύω
περικοιμάομαι
περικοκκάζω
View word page
περίκλυσμα
περί-κλυσμα, ατος, τό,
A). wash, lotion gloss on περινήματα , Gal. 19.130 .


ShortDef

wash, lotion

Debugging

Headword:
περίκλυσμα
Headword (normalized):
περίκλυσμα
Headword (normalized/stripped):
περικλυσμα
IDX:
81541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81542
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περί-κλυσμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wash, lotion</span> gloss on <span class="ref greek">περινήματα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.130 </span>.</div> </div><br><br>'}