Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικλειστικός
περικλειτός
περίκλειτρον
περικλείω
περικλῄζω
περικλήϊστος
περίκλησις
περικλινής
περίκλινον
περικλίνω
περίκλισις
περικλιτέον
περίκλιτρον
περικλονέω
περικλύδην
περικλύζω
περικλύμενον
περίκλυσις
περίκλυσμα
περικλυσμός
περίκλυστος
View word page
περίκλισις
περί-κλῐσις, εως, ,
A). sloping sideways, Placit. 2.29.3 (pl.).


ShortDef

sloping sideways

Debugging

Headword:
περίκλισις
Headword (normalized):
περίκλισις
Headword (normalized/stripped):
περικλισις
IDX:
81533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81534
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περί-κλῐσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sloping sideways,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Placit.</span> 2.29.3 </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}