Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικλεής
Περίκλειος
περίκλεισις
περίκλεισμα
περικλειστικός
περικλειτός
περίκλειτρον
περικλείω
περικλῄζω
περικλήϊστος
περίκλησις
περικλινής
περίκλινον
περικλίνω
περίκλισις
περικλιτέον
περίκλιτρον
περικλονέω
περικλύδην
περικλύζω
περικλύμενον
View word page
περίκλησις
περίκλησις, περικλητεύομαι, ff.ll. for παρακλ- (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περίκλησις
Headword (normalized):
περίκλησις
Headword (normalized/stripped):
περικλησις
IDX:
81529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81530
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίκλησις</span>, <span class="orth greek">περικλητεύομαι</span>, ff.ll. for <span class="itype greek">παρακλ</span>- (q.v.).</div><br><br>'}