Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνέκθυτος
ἀνεκκαρτέρητος
ἀνεκκλησίαστος
ἀνεκκλησίαστος
ἀνέκκλιτος
ἀνεκκόπως
ἀνέκκριτος
ἀνεκλάλητος
ἀνέκλειπτος
ἀνέκλεκτος
λητ[
ἀνεκλιπής
ἀνεκλόγιστος
ἀνέκλυτος
ἀνέκνιπτος
ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκπληξία
ἀνεκπλήρωτος
ἀνέκπλυτος
ἀνεκποίητος
View word page
λητ[
-λητ[..]·
ἐξαίρεσιν ποιεῖσθαι
(Rhod.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λητ[
Headword (normalized):
λητ[
Headword (normalized/stripped):
λητ[
IDX:
8152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8153
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">-λητ[..]·</span> <span class="foreign greek">ἐξαίρεσιν ποιεῖσθαι</span> (Rhod.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}