Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικλάζω
περικλαίω
περίκλασις
περικλάω
περικλεής
Περίκλειος
περίκλεισις
περίκλεισμα
περικλειστικός
περικλειτός
περίκλειτρον
περικλείω
περικλῄζω
περικλήϊστος
περίκλησις
περικλινής
περίκλινον
περικλίνω
περίκλισις
περικλιτέον
περίκλιτρον
View word page
περίκλειτρον
περίκλειτρον,
A). v. περίκλιτρον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περίκλειτρον
Headword (normalized):
περίκλειτρον
Headword (normalized/stripped):
περικλειτρον
IDX:
81525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81526
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίκλειτρον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περίκλιτρον</span> .</div> </div><br><br>'}