Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικιόνιος
περικίων
περικλαδής
περικλάζω
περικλαίω
περίκλασις
περικλάω
περικλεής
Περίκλειος
περίκλεισις
περίκλεισμα
περικλειστικός
περικλειτός
περίκλειτρον
περικλείω
περικλῄζω
περικλήϊστος
περίκλησις
περικλινής
περίκλινον
περικλίνω
View word page
περίκλεισμα
περί-κλεισμα, ατος, τό,
A). enclosed place, Sch. Lyc. 615 .


ShortDef

enclosed place

Debugging

Headword:
περίκλεισμα
Headword (normalized):
περίκλεισμα
Headword (normalized/stripped):
περικλεισμα
IDX:
81522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81523
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περί-κλεισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">enclosed place</span>, Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 615 </span>.</div> </div><br><br>'}