περίκλασις
περί-κλᾰσις, εως, ἡ,
A). twisting round, τῆς πόας (pl.); 2.325b σώματος ib. 45d .
2). breaking round or on something, π. τοῦ αἰθέρος Lys. 12 ; κάταγμα γιγνόμενον κατὰ περίκλασιν . 18(2).436
3). modification, τοῦ κόσμου Stoic. 2.300 (pl.).