Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικεντέω
περικεράννυμι
περικεράω
περικερδής
περικεφάλαιος
περικέφαλον
περικήδομαι
περίκηλος
περίκηπος
περικίσναμαι
περικινδυνευτικός
περικινέω
περικιόνιος
περικίων
περικλαδής
περικλάζω
περικλαίω
περίκλασις
περικλάω
περικλεής
Περίκλειος
View word page
περικινδυνευτικός
περικινδῡνευτικός, , όν,
A). risky, Gal. 9.764 .


ShortDef

risky

Debugging

Headword:
περικινδυνευτικός
Headword (normalized):
περικινδυνευτικός
Headword (normalized/stripped):
περικινδυνευτικος
IDX:
81510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81511
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικινδῡνευτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">risky</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 9.764 </span>.</div> </div><br><br>'}