Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικειμένως
περικείρω
περικεκαλυμμένως
περικεκλεισμένως
περικέλλιον
περικεντέω
περικεράννυμι
περικεράω
περικερδής
περικεφάλαιος
περικέφαλον
περικήδομαι
περίκηλος
περίκηπος
περικίσναμαι
περικινδυνευτικός
περικινέω
περικιόνιος
περικίων
περικλαδής
περικλάζω
View word page
περικέφαλον
περικέφαλ-ον, to/,
A). top of an upright in an engine, Ath.Mech. 23.3 ,al.


ShortDef

top

Debugging

Headword:
περικέφαλον
Headword (normalized):
περικέφαλον
Headword (normalized/stripped):
περικεφαλον
IDX:
81505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81506
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικέφαλ-ον</span>, to/, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">top</span> of an upright in an engine, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1204.tlg001:23:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1204.tlg001:23.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.Mech.</span> 23.3 </a>,al.</div> </div><br><br>'}