Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικάω
περίκειμαι
περικειμένως
περικείρω
περικεκαλυμμένως
περικεκλεισμένως
περικέλλιον
περικεντέω
περικεράννυμι
περικεράω
περικερδής
περικεφάλαιος
περικέφαλον
περικήδομαι
περίκηλος
περίκηπος
περικίσναμαι
περικινδυνευτικός
περικινέω
περικιόνιος
περικίων
View word page
περικερδής
περικερδής, ές
A). very grasping, Sch.D Il. 1.149 codd.(περὶ τὰ κέρδη Barnes).


ShortDef

very grasping

Debugging

Headword:
περικερδής
Headword (normalized):
περικερδής
Headword (normalized/stripped):
περικερδης
IDX:
81503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81504
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικερδής</span>, <span class="itype greek">ές</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">very grasping</span>, Sch.D <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:1:149" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:1.149/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 1.149 </a> codd.(<span class="foreign greek">περὶ τὰ κέρδη</span> Barnes).</div> </div><br><br>'}