Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικαυστέον
περίκαυστος
περικάω
περίκειμαι
περικειμένως
περικείρω
περικεκαλυμμένως
περικεκλεισμένως
περικέλλιον
περικεντέω
περικεράννυμι
περικεράω
περικερδής
περικεφάλαιος
περικέφαλον
περικήδομαι
περίκηλος
περίκηπος
περικίσναμαι
περικινδυνευτικός
περικινέω
View word page
περικεράννυμι
περικεράννυμι,
A). temper acrid humours, Alex.Trall. 7.3 :— Pass., f.l. in Plu. 2.924b ; cf. περικρεμάννυμι.


ShortDef

temper

Debugging

Headword:
περικεράννυμι
Headword (normalized):
περικεράννυμι
Headword (normalized/stripped):
περικεραννυμι
IDX:
81501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81502
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικεράννυμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">temper</span> acrid humours, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg001:7:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg001:7.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.Trall.</span> 7.3 </a>:— Pass., f.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.924b </span> ; cf. <span class="foreign greek">περικρεμάννυμι</span>.</div> </div><br><br>'}