Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
περίκαυστος
περικάω
περίκειμαι
περικειμένως
περικείρω
περικεκαλυμμένως
περικεκλεισμένως
περικέλλιον
περικεντέω
περικεράννυμι
περικεράω
περικερδής
περικεφάλαιος
περικέφαλον
περικήδομαι
περίκηλος
περίκηπος
περικίσναμαι
View word page
περικέλλιον
περικέλλιον, τό, dub. sens. in BGU 459.11 (ii A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περικέλλιον
Headword (normalized):
περικέλλιον
Headword (normalized/stripped):
περικελλιον
IDX:
81499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81500
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικέλλιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 459.11 </span> (ii A. D.).</div><br><br>'}