Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
περίκαυστος
περικάω
περίκειμαι
περικειμένως
περικείρω
περικεκαλυμμένως
περικεκλεισμένως
περικέλλιον
περικεντέω
περικεράννυμι
περικεράω
περικερδής
περικεφάλαιος
περικέφαλον
περικήδομαι
περίκηλος
View word page
περικεκαλυμμένως
περικεκᾰλυμμένως, Adv.
A). covertly, Apollon. Lex. s.v. ἐντυπάς , Ascl. in Metaph. 30.9 .


ShortDef

covertly

Debugging

Headword:
περικεκαλυμμένως
Headword (normalized):
περικεκαλυμμένως
Headword (normalized/stripped):
περικεκαλυμμενως
IDX:
81497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81498
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικεκᾰλυμμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">covertly</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἐντυπάς</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4018.tlg001:30:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4018.tlg001:30.9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ascl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Metaph.</span> 30.9 </a>.</div> </div><br><br>'}