περικείρω
περικείρω, aor. inf.-
A). κεῖραι Ep. 61 : pf.- κέκαρκα Symp. 32 :— shear or clip all round τὴν κόμην κακῶς π. ; 3.154 π. τινά clip him close, l. c.:— Med., τρίχας περικείρεσθαι clip one's hair, :— Pass., 4.71 π. κατὰ πρόσωπον Je. 32.9 ( 25.23 ); τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος Tim. 4 ; Περικειρομένη, title of play by Menander.