Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
περίκαυστος
περικάω
περίκειμαι
περικειμένως
περικείρω
περικεκαλυμμένως
περικεκλεισμένως
περικέλλιον
περικεντέω
περικεράννυμι
περικεράω
περικερδής
περικεφάλαιος
περικέφαλον
View word page
περικειμένως
περικειμένως, Adv.
A). completely, τοῦτο π. διεκρούσατο Ἀσκληπιάδης Cass. Pr. 1 .


ShortDef

completely

Debugging

Headword:
περικειμένως
Headword (normalized):
περικειμένως
Headword (normalized/stripped):
περικειμενως
IDX:
81495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81496
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικειμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">completely</span>, <span class="quote greek">τοῦτο π. διεκρούσατο Ἀσκληπιάδης</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0733.tlg001:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0733.tlg001:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cass.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 1 </a> .</div> </div><br><br>'}