Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
περίκαυστος
περικάω
περίκειμαι
περικειμένως
περικείρω
περικεκαλυμμένως
περικεκλεισμένως
περικέλλιον
περικεντέω
περικεράννυμι
περικεράω
περικερδής
View word page
περικάω
περικάω, Att. for περικαίω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περικάω
Headword (normalized):
περικάω
Headword (normalized/stripped):
περικαω
IDX:
81493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81494
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικάω</span>, Att. for <span class="foreign greek">περικαίω</span>.</div><br><br>'}