Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
περίκαυστος
περικάω
περίκειμαι
περικειμένως
περικείρω
περικεκαλυμμένως
περικεκλεισμένως
περικέλλιον
περικεντέω
περικεράννυμι
περικεράω
View word page
περίκαυστος
περί-καυστος, ον,
A). consumed, σποδός D.H. 14.2 (fort. πυρικαύστῳ).


ShortDef

consumed

Debugging

Headword:
περίκαυστος
Headword (normalized):
περίκαυστος
Headword (normalized/stripped):
περικαυστος
IDX:
81492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81493
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περί-καυστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">consumed</span>, <span class="quote greek">σποδός</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:14:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:14.2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 14.2 </a> (fort. <span class="foreign greek">πυρικαύστῳ</span>).</div> </div><br><br>'}