Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικατάσσομαι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
περίκαυστος
περικάω
περίκειμαι
περικειμένως
περικείρω
περικεκαλυμμένως
περικεκλεισμένως
περικέλλιον
περικεντέω
περικεράννυμι
View word page
περικαυστέον
περι-καυστέον,
A). one must cauterize all round, τὸν ὀφθαλμόν Hippiatr. 12 .


ShortDef

one must cauterize all round

Debugging

Headword:
περικαυστέον
Headword (normalized):
περικαυστέον
Headword (normalized/stripped):
περικαυστεον
IDX:
81491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81492
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-καυστέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must cauterize all round</span>, <span class="quote greek">τὸν ὀφθαλμόν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 12 </span> .</div> </div><br><br>'}