Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικατάσσομαι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
περίκαυστος
περικάω
περίκειμαι
περικειμένως
περικείρω
View word page
περικατεάσσω
περικατ-εάσσω,
A). frango, infringo, Gloss.; cf. περικατάσσομαι.


ShortDef

frango, infringo

Debugging

Headword:
περικατεάσσω
Headword (normalized):
περικατεάσσω
Headword (normalized/stripped):
περικατεασσω
IDX:
81486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81487
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικατ-εάσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">frango, infringo,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">περικατάσσομαι</span>.</div> </div><br><br>'}