Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικατάσσομαι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
περίκαυστος
περικάω
περίκειμαι
περικειμένως
View word page
περικαταχέω
περικατα-χέω,
A). pour down over, Posidon. 70 J.


ShortDef

pour down over

Debugging

Headword:
περικαταχέω
Headword (normalized):
περικαταχέω
Headword (normalized/stripped):
περικαταχεω
IDX:
81485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81486
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικατα-χέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pour down over</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1866.tlg001:70" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1866.tlg001:70/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Posidon.</span> 70 </a> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> </span> </div> </div><br><br>'}