Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικατάσσομαι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
περίκαυστος
περικάω
περίκειμαι
View word page
περικατατίθεμαι
περικατα-τίθεμαι, Med.,
A). put round one, ἰοδόκην περικάτθετο μίτρῃ A.R. 3.156 .


ShortDef

put round

Debugging

Headword:
περικατατίθεμαι
Headword (normalized):
περικατατίθεμαι
Headword (normalized/stripped):
περικατατιθεμαι
IDX:
81484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81485
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικατα-τίθεμαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">put round</span> one, <span class="quote greek">ἰοδόκην περικάτθετο μίτρῃ</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3:156" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3.156/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 3.156 </a> .</div> </div><br><br>'}