Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικατάλαμψις
περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικατάσσομαι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
View word page
περικατάσσομαι
περικατάσσομαι, Pass., late form of περικατάγνυμαι, Sch. Il. 11.631 ; cf. περικατεάσσω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περικατάσσομαι
Headword (normalized):
περικατάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
περικατασσομαι
IDX:
81481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81482
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικατάσσομαι</span>, Pass., late form of <span class="foreign greek">περικατάγνυμαι</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:11:631" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:11.631/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 11.631 </a> ; cf. <span class="foreign greek">περικατεάσσω</span>.</div><br><br>'}