Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικαταγματικὴ
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικατάλαμψις
περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικατάσσομαι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
View word page
περικαταρρέω
περικατα-ρρέω,
A). fall in and go to ruin, Lys. 30.22 .


ShortDef

to fall in and go to ruin

Debugging

Headword:
περικαταρρέω
Headword (normalized):
περικαταρρέω
Headword (normalized/stripped):
περικαταρρεω
IDX:
81479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81480
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικατα-ρρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fall in and go to ruin</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0540.tlg030.perseus-grc1:22" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0540.tlg030.perseus-grc1:22/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lys.</span> 30.22 </a>.</div> </div><br><br>'}